φερεγγυος

φερεγγυος
    φερέγγυος
    φερ-έγγῠος
    2
    являющийся залогом, т.е. надежный, обеспечивающий, достаточный
    

(φρούρημα, προστάται Aesch.)

    φ. ποιεῖν τι Aesch., Her. — способный или могущий сделать что-л.;
    τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ. ; Soph. — что велишь ты мне из того, что мне под силу?;
    πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. — он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей;
    οὐ φ. εἰμι Her. — я не в состоянии


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φερεγγυος" в других словарях:

  • φερέγγυος — giving surety masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φερεγγυώτατον — φερέγγυος giving surety masc acc superl sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυον — φερέγγυος giving surety masc/fem acc sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγυώτατος — φερέγγυος giving surety masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύοις — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύους — φερέγγυος giving surety masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεγγύῳ — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυοι — φερέγγυος giving surety masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφερέγγυος — α, ο μη φερέγγυος, αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερέγγυος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»